- γλϋκοκυματίζω
- αμετ. слегка колыхаться, волноваться (о колосьях, траве, море и т. п.); развеваться (о волосах, одежде и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοκυματίζω — 1. (για τα μαλλιά, επιφάνεια νερού, σπαρτά κ.λπ.) κυματίζω γλυκά, κινούμαι με ελαφρούς κυματισμούς 2. (για πλαγιά ή βουνοκορφή) σχηματίζω απαλή κυματοειδή καμπύλη … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek